-
1 авиапочта
авиапочта ж το αεροπορικό ταχυδρομείο; послать \авиапочтаой στέλνω αεροπορικώς* * *жτο αεροπορικό ταχυδρομείοпосла́ть авиапо́чтой — στέλνω αεροπορικώς
-
2 авиапочта
το αεροπορικό ταχυδρομείοотправлять письма - ой στέλνω τα γράμματα αεροπορικώς/επείγον.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиапочта